- αποστυφελίζω
- ἀποστυφελίζω (Α)απομακρύνω διά της βίας.[ΕΤΥΜΟΛ. < απο-* + στυφελίζω «κτυπώ κάτι με δύναμη, τραντάζω»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀπεστυφέλιξαν — ἀποστυφελίζω drive away by force from aor ind act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπεστυφέλιξε — ἀποστυφελίζω drive away by force from aor ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπεστυφέλιξεν — ἀποστυφελίζω drive away by force from aor ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)